- αμάθευτος
- -η, -οαυτός που δε μαθεύτηκε, δεν κοινολογήθηκε: Στο χωριό το κακό ήταν ακόμη αμάθευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμάθευτος — η, ο [μαθεύω] 1. αυτός που δεν μαθεύτηκε, δεν έγινε γνωστός σε άλλους, ο ακοινολόγητος 2. που δεν είναι δυνατό να γίνει γνωστός, να διευκρινιστεί … Dictionary of Greek
ακοινολόγητος — η, ο [κοινολογώ] 1. αυτός που δεν έχει κοινολογηθεί, που δεν έχει γίνει γνωστός στους πολλούς, ακοινοποίητος, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινολογηθεί, απόρρητος, μυστικός … Dictionary of Greek
ακοινοποίητος — η, ο [κοινοποιώ] 1. αυτός που δεν κοινοποιήθηκε, που δεν έγινε γνωστός στους πολλούς, αμάθευτος 2. αυτός που δεν πρέπει να κοινοποιηθεί, απόρρητος, μυστικός 3. (για έγγραφα) αυτός που δεν γνωστοποιήθηκε στους υφισταμένους ή τους ενδιαφερομένους 4 … Dictionary of Greek
αμάθητος — η, ο 1. άπειρος, ασυνήθιστος: Ήταν η καημένη αμάθητη από δουλειές. 2. αυτός τον οποίο δεν έμαθε κανείς, δε διδάχτηκε: Έχω ακόμη αμάθητη τη γεωγραφία μου. 3. αμάθευτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)